Πολλοί γονείς εύλογα αναρωτιούνται: «Δουλεύει η ελευθερία όσον αφορά το μαθησιακό»; « Καλά περνάνε τα παιδιά, αλλά μαθαίνουν τίποτα»; Τρείς ήταν για τον σπουδαίο καθηγητή ανθρωπολογίας D. Graeber οι πρωταρχικές ελευθερίες οι οποίες κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας. Τις ελευθερίες μάλιστα αυτές όπου οι άνθρωποι τις θεωρούσαν απλώς δεδομένες, σήμερα φαντάζουν από επικίνδυνες έως ουτοπικές. Ποιες ήταν αυτές; 1η ήταν η ελευθερία μετακίνησης, 2η η ελευθερία ανυπακοής και 3η η ελευθερία διαμόρφωσης κοινωνικών σχέσεων. Σε ένα δημοκρατικό σχολείο τα παραπάνω στοιχεία είναι βασικά, μαζί με την ελευθερία ποίησης κανόνων από τα μέλη ( μαθητές/τριες και διδασκόντων) αλλά και με τη δυνατότητα ροής εντός των ατομικών μαθησιακών ρυθμών. Στο ερώτημα αν δουλεύει η ελευθερία, τα στοιχεία μέχρι στιγμής θετικά . Η κοινή πεποίθηση λέει πως αν θα δίναμε την ευκαιρία σε παιδιά Ά και ΄Β Δημοτικού να αποφασίσουν αν θα προσέλθουν να παρακολουθήσουν ένα μάθημα, τα περισσότερα, αν όχι όλα θα επέλεγαν να παίξουν ή να ασχοληθούν με κάτι άλλο. Και εδώ έρχεται το πιο σημαντικό ίσως εύρημα για αυτούς τους πρώτους μήνες λειτουργίας του σχολείου μας. Σταθερά και χωρίς ζόρισμα, δωροδοκίες και χειρισμούς 9/10 παιδιά παρακολουθούν και εμπλέκονται ενεργά στα μαθήματά τους. Ακόμη και αυτά που έχουν άρνηση, η άρνηση τους αυτή δεν είναι σθεναρή και σταθερή. Από την άλλη οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η διδασκαλία είναι κυρίως διαλογική, ομαδοσυνεργατική και πολυτροπική – αν και διατηρούμε πολλές φορές το ύφος της μετωπικής παράθεσης- , άρα ενδιαφέρουσα. Η διδακτική ύλη επίσης καλύπτεται μέσα από τα αντικείμενα που ενδιαφέρουν τα παιδιά. Πολλές φορές μάλιστα ασκήσεις επιλέγονται από ένα περιστατικό που έχει λάβει χώρα την ίδια μέρα στο σχολείο, με παιδαρωγούς να σκαρφίζονται τρόπους που μπορούν να εντάξουν το ίδιο το βίωμα των παιδιών σε ενεστώτα χρόνο στις ασκήσεις τους. Για να φτάσουμε ως εδώ όμως οι μαθητές/τριες μας αξιολογήθηκαν με παιγνιακά λογισμικά για να παρθούν δεδομένα για τις γνωστικές δυνατότητες τους, εκτός του κοινωνικού ιστορικού τους. Ταυτόχρονα, διακριτικά μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας βρίσκεται και ένας 2ος παιδαρωγός που παρατηρεί και αν χρειαστεί συμμετέχει βοηθώντας στην ανατροφοδότηση. Με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνουμε με γνώση διαφοροποιημένα προγράμματα, αναλόγως των δυναμικών των μαθητών. Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονιστεί η αναλογία 3/1 μαθητών/τριων , διδασκόντων η οποία σαφώς ευνοεί την ανάπτυξη τέτοιων πρακτικών. Έτσι, ούτε ζορίζουμε υπερβολικά, ούτε όμως χαλαρώνουμε, αλλά γνωρίζοντας προχωράμε συνυπολογίζοντας ένα σωρό άλλα πράγματα, όπως κοινωνικό ιστορικό, αυτοσυναίσθημα, ιδιοσυγκρασία, προσωπικότητα κτλ. Στο ataxia school επίσης δεν τηρούνται αυστηρά τα ηλικιακά όρια. Δηλαδή, ένα παιδί που θέλει κυρίως, αλλά και έχει τις δυνατότητες να παρακολουθήσει μαθήματα από μεγαλύτερη τάξη μπορεί να το κάνει, όπως και το αντίθετο. Τα άγχη των γονέων , όπως και όλων των ανθρώπων όταν έρχονται σε επαφή με κάτι νέο είναι λογικά. Αλλά όπως δείχνει η εμπειρία εν τέλει κάνουμε καλά αυτό που αγαπάμε και αυτό που αναγκαζόμαστε εκ των συνθηκών να κάνουμε. Αν οικειοποιηθούμε τον λόγο που θέλει τα παιδιά ανώριμα και ανεύθυνα, αυτό θα γίνουν. Αν τα δούμε όμως ως ανοιχτά δυναμικά δείχνοντας τους εμπιστοσύνη και σεβασμό, πιθανότατα θα έχουν πολύ καλύτερες πιθανότητες να γίνουν αυτό που πραγματικά μπορούν να γίνουν. Χωρίς καμία διάθεση ρομαντισμού, ο μόνος τρόπος που έχουμε για να μάθουμε αν μπορούμε να εμπιστευτούμε τον Άνθρωπο, είναι να τον εμπιστευτούμε στο παρόν του, εκεί που η ελπίδα ξεχειλίζει, στην παιδική του ηλικία.